1 έξτρα
κρασί έξτρα — вино экстра;
μου πλήρωσε ένα πενηντάρι έξτρα — он заплатил мне на пятьдесят драхм сверх положенного
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έξτρα